- ἀγμός
- ἀγμός, ὁ, ([etym.] ἄγνυμι)A fracture of a bone, περὶἀγμῶν, title of treatise by Hp., etc.II broken cliff, crag, E.IT263; pl., Id.Ba.1094, Nic.Al.391, St.Byz. s.v. Ὀαξός.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγμός — ἀγμός, ο (Α) [ἄγνυμι] 1. θραύση, κάταγμα, σπάσιμο 2. απόκρημνος βράχος … Dictionary of Greek
ἀγμός — fracture masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγμοῖς — ἀγμός fracture masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγμοί — ἀγμός fracture masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγμούς — ἀγμός fracture masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγμῶν — ἀγμός fracture masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγμόν — ἀγμός fracture masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγνυμι — ἄγνυμι (Α) 1. θραύω, συντρίβω, σπάζω 2. (για ήχους) απλώνομαι, διαχέομαι, διαδίδομαι ολόγυρα 3. φρ. «ποταμὸς περὶ καμπὰς πολλὰς ἀγνούμενος», ποταμός με ελικοειδές ρεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fάγ νυ μι, η ρίζα συγγενής προς το τοχαρικό wāk (= σπάζω,… … Dictionary of Greek
εύαξος — εὔαξος, ον (ΑΜ) ο εύθραυστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άξος «κάταγμα» (κρητ. τ. τού αγμός) < άγνυμι] … Dictionary of Greek
νευραγμία — η ιατρ. διατομή ή ξερίζωμα νεύρου για πειραματικούς σκοπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < νευρ(ο) * + αγμία (< ἀγμός < ἄγνυμι «θραύω»)] … Dictionary of Greek